Τις μέρες αυτές, που ο Ελληνισμός αποτίει φόρο τιμής στα θύματα της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, είναι φυσικό να ανατρέξουμε στην ιστορία τού, η οποία δεν έχει μόνο τραγικές,αλλά ηρωικές και φωτεινές σελίδες. Μία από αυτές, τις άγνωστες μέχρι σήμερα, σελίδες, θέλουμε να παρουσιάσουμε στους αναγνώστες μας.
Ανάμεσα στα εκθέματα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα, υπάρχει μία ξεθωριασμένη από τον χρόνο, μεταξωτή σημαία, η οποία έχει ταυτοποιηθεί ως η σημαία της ομάδας των Ελλήνων εθελοντών που πολέμησαν στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Τα τελευταία 100 χρόνια, η σημαία αυτή, θεωρείτο η σημαία των εθελοντών της Ελληνικής Λεγεώνας, που υπάγονταν στον αυτοκράτορα Νικόλαο Α'(της Ρωσίας). Χάρη όμως σ’ ένα τυχαίο γεγονός, η εκδοχή αυτή ανετράπη κι έτσι αποκαταστάθηκε η ιστορική αλήθεια.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ως ερευνητής ασχολήθηκα με το ζήτημα που αφορούσε τη συμμετοχή Ελλήνων και άλλων βαλκάνιων εθελοντών στον Πόλεμο της Κριμαίας (σ.σ. στη ρωσική ιστοριογραφία αναφέρεται και ως Ανατολικός πόλεμος) του 1853-1856. Φυσικά, η σημαία αυτή, με τα χαρακτηριστικά που έχει, μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον. Θέλοντας να την περιεργαστώ από κοντά, ζήτησα την βοήθεια του Έλληνα συναδέλφου μου και διευθυντή του τμήματος Ελληνικών Σπουδών, κ. Αγαθάγγελου Γκιουρτζίδη. Ο ίδιος κατάφερε να κάνει μερικές πιο λεπτομερείς φωτογραφίσεις της σημαίας.
Μελετώντας τες προσεκτικά, διαπίστωσα με έκπληξη ότι μεταξύ των λέξεων του συνθήματος των ελλήνων μαχητών «Νίκη ή Θάνατος», υπήρχαν και δυσδιάκριτα γράμματα της προεπαναστατικής ρωσικής ορθογραφίας με τις καταλήξεις «γιατάμι» και «εραμι»: Νίκη… χχχχχχχ… Αλεξανδρόπολη (σ.σ. ρωσική πόλη και οχυρό που βρίσκεται στην επαρχία του Ερεβάν στην Υπερκαυκασία, κοντά στον ποταμό Αρπατσά), από τον Διοικητή του ιπποκίνητου τμήματος πεζικού των δραγώνων του Νιζεγκορότσκι, Αλεξάντρ Καβάκο ή Θάνατος 24ης Ιουλίου 1854, Κουριούκ Νταρά». Αυτά και μόνο τα γράμματα, με προβλημάτισαν πολύ, δεδομένου ότι το χωριό Κουριούκ Νταρά βρισκόταν στην Αρμενία (τότε υπό οθωμανική κυριαρχία), κοντά στην πόλη Καρς. Αυτό το μικρό χωριό έγινε γνωστό χάρη σε μία μάχη που έγινε σε μικρή απόσταση στις 24 Ιουλίου 1854, όταν το στρατιωτικό απόσπασμα του Ρώσου στρατηγού Μπεμπούτοβ, συνέτριψε τις κύριες δυνάμεις των τουρκικών στρατευμάτων στη Υπερκαυκασία. Εκεί, απ’ ό,τι γνωρίζω, ποτέ δεν πολέμησαν έλληνες εθελοντές, αλλά πολέμησαν στον Δούναβη και στην χερσόνησο της Κριμαίας.
Μαζί με τον Αγαθάγγελο αποφασίσαμε να ξετυλίξουμε αυτό το κουβάρι, και πράγματι, σταδιακά, αρχίσαμε να βρίσκουμε ενδιαφέροντα στοιχεία. Αποδεικνύεται ότι το 1853, όταν άρχισε ο νέος κατά σειρά ρωσο-τουρκικός πόλεμος, η ρωσική στρατιωτική διοίκηση, δεδομένου του μικρού αριθμού των τακτικών στρατευμάτων που διέθετε στην Υπερκαυκασία, αποφάσισε να δημιουργήσει εκεί αστυνομία και εθνοφρουρά, την οποία θα στελέχωναν άνδρες που θα προέρχονταν από τους τοπικούς πληθυσμούς. Δημιουργήθηκε η «ομάδα εθελοντών που απαρτίζονταν από Έλληνες της περιοχής Μπορτσαλίνσκι», που ήταν γνωστοί ως γενναίοι και τολμηροί ιππείς, καθώς είχαν διατηρήσει στη μνήμη τους, τις πολεμικές αρετές των πατεράδων τους που πολέμησαν εναντίον των Τούρκων, στον προηγούμενο πόλεμο του 1828-1829. Θα ήθελα να επισημάνω ότι Έλληνες τεχνίτες που ήξεραν να δουλεύουν το σίδερο και ζούσαν στις ορεινές περιοχές του Πόντου, άρχισαν να εγκαθίστανται στα μέρη αυτά, από τα τέλη του 18ου αιώνα. Έτσι, εμφανίσθηκαν στην επαρχία Μπορτσαλίνσκι ελληνικά χωριά στις περιοχές του Τσινσκαρό, του Ντμάνισι, της Τσάλκα και του Μαρνέουλι.
Κρίνοντας από τα σύντομα και αποσπασματικά στοιχεία που υπάρχουν σε ημερολόγια ρώσων που πολέμησαν στον Καύκασο, αυτό το ιπποκίνητο τμήμα πεζικού ήταν ολιγάριθμο και είχε περίπου 30 επίλεκτους ιππείς, που ανήκαν στο στρατιωτικό απόσπασμα της Αλεξανδρόπολης. Οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι εθελοντές, οι αστυνομικοί όπως τους έλεγαν και ήταν απ’ τον Καύκασο, έπαιρναν ένα αρκετά αξιοπρεπή μισθό, ο οποίος επιμερίζονταν σε κατηγορίες, ανάλογα με τις τρέχουσες τιμές του βόειου κρέατος, του αλευριού, των ζωοτροφών.
Μια από τις πρώτες αποδεδειγμένες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή των Ποντίων στις στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι η αναφορά του πρίγκιπα Μπαργιατίνσκι, προς τον κυβερνήτη του Καυκάσου, πρίγκιπα Βαραντσόφ, με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου του 1853. Στην αναφορά του αυτή, περιγράφοντας την κατόπτευση του τουρκικού οχυρού την οποία έκαναν τα ρωσικά στρατεύματα, ο Μπαργιατίνσκι, αναφέρει πως Ρώσοι στρατιώτες και Έλληνες, έσωσαν από τη σφαγή, τους κατοίκους της περιοχής, που ήταν Αρμένιοι.
Μετά από τον σχετικά ήρεμο χειμώνα του 1853-1854, άρχισαν και πάλι οι εχθροπραξίες στον Καύκασο. Έλληνες από την Μπαρτσαλά κατατάχθηκαν στο στρατιωτικό απόσπασμα του ρωσικού στρατού της Αλεξανδρόπολης. Θα ήθελα να επισημάνω ότι το απόσπασμα στην πορεία του προς το φρούριο της Αλεξανδρόπολης, που ήταν το βασικό σημείο υποστήριξης του ρωσικού στρατού που πολεμούσε τον Ανατολικό στρατό των τούρκων, πέρασε μέσα από το ελληνικό χωριό Τσάλκα.
Στην μάχη του Κιουρούκ- Νταρά, (κοντά στην πόλη Καρς), που έγινε στις 24 Ιουλίου 1854, διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι έλληνες εθελοντές. Αυτή η μάχη έκρινε την έκβαση όλης της εκστρατείας στην Υπερκαυκασία, σταματώντας την προέλαση των Τούρκων. Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Έλληνες βρίσκονταν στις τάξεις της συνοδείας του πρίγκιπα Μπεμπούτοφ, ακολουθώντας τα κύρια τμήματα του πεζικού. Στην αναφορά τού προς την στρατιωτική διοίκηση ο Μπεμπούτοφ, υπογράμμιζε ότι οι Έλληνες εθελοντές υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Λόρις-Μέλικοφ, επέδειξαν ανδρεία και έπιασαν τους περισσότερους αιχμάλωτους. Ο Γιούνκερ Παλιβάνοφ, ο οποίος αγωνίσθηκε εκείνη την ημέρα μέσα από τις τάξεις του συντάγματος των καραμπινιέρων του Ερεβάν, έγραψε ότι την κρίσιμη στιγμή της μάχης, ο πρίγκιπας Μπεμπούτοφ, θέλοντας να καταφέρει το τελειωτικό πλήγμα στον εχθρό, έριξε στην δεξιά πτέρυγα του εχθρού τις εφεδρείες του, την προσωπική του συνοδεία και τους έλληνες εθελοντές που ήταν υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Λόρις Μέλικοφ, με αποτέλεσμα να συντρίψουν τον εχθρό.
Στο διάστημα 1855-1856 ένα μεγάλο τμήμα της πολιτοφυλακής του Καυκάσου αποστρατεύθηκε. Το ίδιο έγινε και με τους έλληνες εθελοντές.
Οι ίδιοι και τα ανδραγαθήματα τους θα είχαν ενδεχομένως περιέλθει στην λήθη, εάν δεν υπήρχε ο καζάκος αξιωματικός, Ιβάν Ντιομίντοβιτς Πόπκα (1819-1893). Ο Πόπκα δεν ήταν απλά ένας μορφωμένος αξιωματικός, αλλά στην ουσία, ήταν ένας από τους πρώτους πολεμικούς ανταποκριτές στον Ανατολικό Πόλεμο. Χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Πομαντρούκα και Εσαούλ, συνεργάστηκε με ρωσικούς εκδοτικούς οίκους. Ο Πόπκα κατέγραψε με τρόπο ζωντανό και παραστατικό, μέσα από τα πολλά σκίτσα που έκανε, την καθημερινότητα των στρατιωτικών. Τα σκίτσα αυτά συμπεριελήφθησαν, στη «Στρατιωτική Συλλογή», που εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Εσαούλ, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο («Στρατιωτική συλλογή», 1860. Τ. 11, Νo 2, σ.14, Νο. 7). Χάρη στον Πόπκα, την επιμονή και παρατηρητικότητα που διέθετε, γνωρίζουμε πως ήταν στην εμφάνιση τους οι Έλληνες εθελοντές.
«Το ελληνικό απόσπασμα, έγραφε ο Πόπκα, αποτελείτο από κατοίκους πολλών ελληνικών χωριών της Γεωργίας, όπου εγκαταστάθηκαν, όπως λένε, επί βυζαντινών αυτοκρατόρων, και ήταν κτίστες και μεταλλουργοί. Στο απόσπασμα αυτό υπήρχαν συνολικά τριάντα ιππείς, οι οποίοι μάλιστα μεταξύ τους δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους, αιωνίως φώναζαν και φιλονικούσαν. Τα σαλβάρια τους ήταν πιο φαρδιά από αυτά που είχαν στα άλλα αποσπάσματα, και πάνω απ’ αυτά, φορούσαν μία λευκή φούστα. Οι Κοζάκοι δεν χόρταιναν να τους θαυμάζουν».
Εκείνη την εποχή, τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων εθελοντών, θύμιζαν στον Πόπκα και σε άλλους ρώσους αξιωματικούς, τον τρόπο ζωής των λαών του Καυκάσου. Μετά την μάχη του Κιουρούκ —Νταρά, ο Πόπκα, είχε την ευκαιρία να δει, πως «το ελληνικό απόσπασμα ασκούσε την τέχνη της Ιππασίας». «Οι ιππείς κρατούσαν μικρές βέργες, τις οποίες πετούσαν ο ένας στον άλλον. Η επιδεξιότητα τους βρισκόταν στο ότι δεν άφηναν να πέσει κάτω η βέργα, και μάλιστα την έπιαναν στον αέρα. Αυτό ήταν ένα αγαπημένο τέχνασμα των τούρκων βασιβουζούκων, που λέγεται «τζέριντ» και θυμίζει τις αρχαίες εποχές, όταν οι αναβάτες πολεμούσαν με κοντά μεταλλικά ακόντια».
Στη διάρκεια μίας ανάπαυλας, ο Πόπκα, περιγράφει ότι είδε, πως οι Έλληνες μαζί με άλλες ομάδες εθελοντών, διοργάνωσαν για τους ρώσους στρατιώτες και αξιωματικούς μία πραγματική γιορτή: «Μετά το δείπνο, χτυπώντας τον ζουρνά, χόρευαν ασταμάτητα Γεωργιανοί, Τάταροι και Έλληνες. Στο τέλος πιάστηκαν και χόρευαν είκοσι άνθρωποι μαζί. Οι κινήσεις τους ήταν αργές, έσκυβαν όλοι μαζί σε κύκλο και μετά σηκωνόντουσαν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, σαν αλυσίδα, κάνοντας διάφορα σπασίματα της μέσης. Φορούσαν την επίσημη στολή τους, που ήταν ένα κόκκινο κεντητό γιλέκο, μια άσπρη φούστα που έφθανε μέχρι το γόνατο, οι κεντητές κάλτσες και τα ελαφριά παπούτσια, βαμβακερό ζωνάρι γύρω από την μέση». Μετά τον χορό- παρατηρεί ο Πόπκα- οι Έλληνες πέρασαν στην πάλη: «Δύο Έλληνες, γυμνοί από τη μέση και πάνω, σαν αρχαίοι αθλητές, προσπαθούσαν αρκετές φορές να ρίξουν ο ένας τον άλλον, κι έπεφταν στο έδαφος, όπως οι γάτες».
Όσον αφορά το χορό, που περιγράφει ο Πόπκα, ο συνάδελφός μου Αγαθάγγελος Γιουρτζίδης, θεωρεί ότι θυμίζει, τόσο την συνέχεια του χορού (τικ) που προέρχεται από τον χορό «τρομαχτόν», όπως και ο συρτός. Όμως, η φορεσιά των Ελλήνων από την περιοχή Μπορτσαλά, για την ακρίβεια ένα τμήμα της, η φουστανέλα, προκαλεί εύλογα ερωτήματα. Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες του Πόντου φορούσαν άλλα ρούχα. Διακριτικά στοιχεία της ανδρικής φορεσιάς ήταν το στενό κοντό μάλλινο σακάκι, «το γιλέκο», το στενό μέχρι την κνήμη παντελόνι, η «ζίπκα», ενώ για παπούτσια είχαν τα «τσαρούχια», που μπορούσαν να τα φορούν με γκαίτες (περικνήμιο), ή τις στενές μπότες —κάλτσες, και στο κεφάλι το «τουρμπάνι». Το ερώτημα αυτό προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, εάν σκεφθεί κανείς ότι μερικοί Έλληνες που προέρχονται από την περιοχή Μπορτσάλα, ισχυρίζονται ότι ήρθαν από τον Πόντο, παρότι, αναφέρουν ως τόπο καταγωγής των προγόνων τους την Πελοπόννησο. Τα στοιχεία αυτά που ανάγονται στην παράδοση, προς το παρόν δεν έχουν τεκμηριωθεί επιστημονικά, παρότι η περιγραφή της φουστανέλας που κάνει ο Πόπκα, έμμεσα τους δικαιώνει.
Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που μας προβληματίζει και αφορά το σχήμα του σταυρού που είναι κεντημένος πάνω στη σημαία. Μοιάζει πολύ με τον γνωστό σταυρό της Μάλτας. Ωστόσο, αυτό το είδος των σταυρών συναντάται ευρέως σε όλη την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, στην Κριμαία, στη Γεωργία και στην Ανατολία.
Θα θέλαμε να βάλουμε ακόμη μια τελευταία ενδιαφέρουσα πινελιά σ’ αυτή την ιστορία, που έχει σχέση με τον άνθρωπο που διέσωσε την σημαία, τον ρώσο αξιωματικό, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, με το επίθετο Καβάκο, και το πώς αυτή η σημαία κατέληξε στην Αθήνα.
Ο Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Καβάκο,(1830-1900), ήταν στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος Kαβάκος, Έλληνας στην καταγωγή. Ένας άνθρωπος προικισμένος, που νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Ρωσία, όπου συμμετείχε ως εθελοντής στο στρατιωτικό απόσπασμα των Ουσάρων. Ο Καβάκο έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην περιοχή του Καυκάσου, και έφθασε στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Αργότερα, όταν αποστρατεύθηκε, έγινε γνωστός ως επιστήμονας-ηλεκτρολόγος, και ως ιδρυτής της Σχολής γαλβανίσματος στην Αγία Πετρούπολη και μέλος του 1ου,4ου, 6ου και 7ου τμήματος της Ρωσικής Εταιρεία Τεχνολογιών. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ήταν ο άνθρωπος που εφηύρε τις βάσεις της σύγχρονης συγκόλλησης.
Στη μάχη του Κιουριούκ- Νταρά, ο Καβάκο, ο οποίος υπηρετούσε στο ιπποκίνητο τμήμα δραγώνων του Νίζνι Νόβγκοροντ, είχε δει ο ίδιος πως πολεμούσαν οι συμπατριώτες του. Προφανώς, κατά τη διάλυση του ελληνικού αποσπάσματος (αυτή είναι μια υπόθεση που κάνουμε εμείς!) ο Καβάκο πήρε μαζί του τη σημαία στην Αγία Πετρούπολη, όπου και την παρέδωσε στην Ελληνική Πρεσβεία. Η ημερομηνία παράδοσης παραμένει άγνωστη. Είναι γνωστό όμως, ότι στην Ελλάδα την έφερε ο Αλέξανδρος Τομπάζης, ο οποίος το 1892 μετατέθηκε, στην Ελληνική Πρεσβεία στην Αγία Πετρούπολη, ως Α’ Γραμματέας. Στις καταγραφές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Ελλάδας αναφέρεται ότι στις 8 Μαΐου του1901 ο Αλέξανδρος Τομπάζης δώρισε στο μουσείο τη σημαία, η οποία ταυτοποιήθηκε ως η σημαία των Ελλήνων εθελοντών που συμμετείχαν στον πόλεμο της Κριμαίας. Πρόκειται για ένα πραγματικό κειμήλιο που ανήκει σε όλους όσους σέβονται την κληρονομιά των προγόνων τους.
Σεργκέι Πιντσούκ-Γαλάνης, ιστορικός, συγγραφέας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ